- περίγυρα
- επίρρ. τοπ., τριγύρω, γύρω γύρω, ολόγυρα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
περίγυρα — (I) Ν επίρρ. ολόγυρα, τριγύρω. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + γύρω + επιρρμ. κατάλ. α]. (II) τὰ, Μ 1. τα περίχωρα 2. οι άνθρωποι τών περιχώρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + γύρος + κατάλ. α (πρβλ. περίχωρα)] … Dictionary of Greek